θηλυμανία

θηλυμανία
η (ΑΜ θηλυμανία) [θηλυμανής]
η μανιώδης τάση για σύναψη ερωτικών σχέσεων με γυναίκες.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • θηλυμανία — θηλυμανίᾱ , θηλυμανία mad after women fem nom/voc/acc dual θηλυμανίᾱ , θηλυμανία mad after women fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θηλυμανίᾳ — θηλυμανίᾱͅ , θηλυμανία mad after women fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θηλυμανία — η παθολογική επιθυμία για γυναίκα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θηλυμανίας — θηλυμανίᾱς , θηλυμανία mad after women fem acc pl θηλυμανίᾱς , θηλυμανία mad after women fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θηλυμανίαν — θηλυμανίᾱν , θηλυμανία mad after women fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλογυνία — η, ΝΑ, και δ.τ. φιλογύνεια και φιλογυναία Α [φιλογύνης] η υπερβολική αγάπη για τις γυναίκες, η πολύ έντονη επιθυμία για ερωτικές σχέσεις με γυναίκες, θηλυμανία, γυναικομανία …   Dictionary of Greek

  • ՄԱՏԱԿԱԽԱԶՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0212 Chronological Sequence: 6c գ. θηλυμανία . Իգամոլութիւն. վաւաշոտութիւն. *Գինէզինութեամբք եւ խահակերութեամբք եւ մատակախազութեամբք. Փիլ. լին. ՟Բ. 12 …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”